Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Ο κύριος Π.


Είναι σαν να τον γνώριζα από καιρό
Σπουδάζει φιλοσοφία
Για να μπορεί να ακούει το MODERN JAZZ QUARTET
Και να υπακούει το σώμα του σε αδυναμίες
Με την απόλυτη επικύρωση του ακριβού μυαλού του...
[1]

Είναι κάτι πλάσματα που διαβαίνουν τον κόσμο των ανθρώπων με το παράταιρο βήμα του αγγέλου. Υπάρχουν γιατί έτσι θέλησε το σύμπαν. Υπάρχουν όπως ακριβώς το σύμπαν. Κινούνται σε τροχιά γύρω από την ανθρωπότητα. Είναι εδώ όπως ο ήλιος ή όπως οι κορυφογραμμές που τον κόβουν στη μέση, κατά την ανατολή και τη δύση του. Κυλούν αθόρυβα, ρυάκι δροσερό κι αν είσαι τυχερός, ίσως σου βρέξουν τ' ακροδάχτυλα. Βλέπουν τον κόσμο με μάτια βαθιά, σκοτεινά, μα με μια λάμψη αθωότητας να διαπερνά το καθετί. Γεύονται τον κόσμο με χείλη λεπτά κι ευγενικά, τον αγγίζουν με χέρια απαλά, σχεδόν πάντα τρεμάμενα. Αυτά είναι κάποια από τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, που δεν θα τα δεις σε εξώφυλλα κι αφίσες, γιατί δεν "υπόσχονται" τίποτα... κι όμως, αν απλώσεις το χέρι σου προς το μέρος τους, μπορείς να πάρεις τα πάντα. Για τον εαυτό τους δεν έχουν την καλύτερη γνώμη... πολλές φορές νομίζουν πως είναι το "λάθος της φύσης", το "βάρος του κόσμου", ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίβαρο, για να μη γέρνει ο κόσμος προς την ασχήμια κι αν κάποιος λάθεψε μαζί τους, αυτός είναι μονάχα ο χρόνος, που αντί για το πριν ή το μετά, έφερε αυτά τα πλάσματα στο τώρα. Ένα τέτοιο πλάσμα είναι και ο κύριος Π...
"Σκαστός από την κοινωνία των ανθρώπων, δεν πάσχει από μοναξιά• γίνεται αντικοινωνικός διότι βρήκε τρόπο να μιλάει με το Θεό. Μοιάζει μόνος, αλλά δεν είναι. Αντίθετα, όποιος δεν εγκαταλείπει την κοινωνία, αλλά -τύποις κοινωνικός- αποφασίζει να ζήσει σε απόσταση από τους άλλους, έχει να λύσει αμέτρητα προβλήματα. Πριν απ’ όλα να καταλάβει σε βάθος τη συνύπαρξη. Το πλήθος που βρυχάται ολόγυρά του και το νόμο της καρδιάς που του υποψιθυρίζει φυγάνθρωπα νοήματα.
Αποφεύγοντας την κοινότητα, ουσιαστικά απορρίπτει την κοινωνική πλευρά του εαυτού του. Μόνο που η λέξη "πλευρά" είναι δυσνόητη, αν δεν στερείται κιόλας νοήματος. Από τα έξω προς τα μέσα, η αφαίρεση αρχίζει να παίρνει μορφή παρωδίας. Ο κόσμος μένει σε σπίτια, μαθητεύει σε θρανία, κάνει οικογένεια, εργάζεται, υπηρετεί στο στρατό, ψηφίζει, ταξιδεύει, συνομιλεί, ερωτεύεται, νοσηλεύεται σε νοσοκομεία, πάει στους ψυχογιατρούς. Αυτός τι θα κάνει ?
Ασφαλώς δεν μπορεί να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, όταν μάλιστα ο εγκλεισμός σε κάποιο ίδρυμα καιροφυλακτεί. Έχει όμως τη δυνατότητα να παίξει με τους άλλους όπως παίζουν κι εκείνοι μαζί του. Θα στεγάσει το κορμί του, θα το ντύνει, θα πίνει το νερό της πόλης του, θα ανασαίνει τον αέρα των άλλων• αλλά μέχρι εκεί. Μπορεί κάλλιστα να είναι δίψυχος. Αφού αδυνατεί να ζήσει αόρατος, άσαρκος, μονώτης υπεράνω αναγκών, θα χωρίσει το έξω από το μέσα και θα αναδειχθεί σε τσάμπιον της μεθοδευμένης μοναξιάς. Ποιος είπε ότι το εγώ δεν είναι κρύπτη, ανεντόπιστο κρησφύγετο ?
Άλλωστε το να ζει ορατός και συνάμα αόρατος έχει χάζι, καλλιεργεί μάλιστα την ειρωνεία η οποία αποδεικνύεται πιστή σύντροφος του αποκοντριασμένου. Κάθε συνάντηση με άλλους, κάθε κρούση και κάθε άγγιγμα έχει διπλή όψη. Είμαι γι’ αυτούς αυτό που δεν είμαι, βλέπουν αυτό που δεν θεωρώ εαυτό μου, νομίζουν ότι τους μοιάζω ενώ το μυστικό μου είναι η ανομοιότητα. Άραγε διαθέτει τόσο σθένος ώστε να μην "κατρακυλάει" ασυναίσθητα σε τετριμμένους συγχρωτισμούς, έστω κι αν κατόπιν το μετανιώνει και ορκίζεται ότι δεν θα ξανασυμβεί ?
Η διελκυστίνδα υπάρχει• οι άλλοι έχουν δύναμη που τον ξεπερνά, αλλά κι αυτός μπορεί να αντιπροτάξει τα μυστικά του όπλα. Όταν σπουδάζει τα ξένα πρόσωπα, του μένει πάντα η βαθιά κατανόηση μιας μηδαμινότητας που επιχαίρει για την ύπαρξή της, καταλαμβάνει το χώρο, λεκιάζει το χρόνο και δεν έχει καμιά τύψη.
Που να φανταστούν αυτοί την πολυτέλεια του καθαρού χρόνου, το ρεύμα της συνείδησης που μπορείς να το αφουγκράζεσαι χωρίς να παρεμβαίνεις, όταν μένεις σκιά χωρίς σώμα και νόημα χωρίς λέξεις ?
Όσον αφορά τις λέξεις, τις φράσεις δηλαδή που τον κυκλώνουν και συχνά κροταλίζουν μέσα του σαν κουλοχέρης που βγάζει παρτίδα δωρίζοντας όλα τα κέρματα, συνιστούν μεγάλη σπαζοκεφαλιά. Τι λογής μοναξιά είναι αυτή που αλώνεται ατιμώρητα κάθε στιγμή από την πολυλαλία των άλλων ? Αν η ομιλία δεν είναι κι αυτή κοινωνικότητα τότε τι είναι ?
Και επ’ αυτού μόνη απάντηση είναι η διπλή γλώσσα. Έτσι μιλούν αυτοί – έτσι σωπαίνω εγώ. Η απομόνωση έχει το δικό της μούρμουρο. Παλιοκαιρισμένα νάματα, αφές προγόνων που δεν τίμησε, πηγές νοήματος που αγνοεί καταφθάνουν ένδοθεν για να ξενυχτίσουν στο προσκέφαλό του. Ό,τι υφίσταται το χρόνο δικαιωματικά έχει δική του ιστορία. Αυτή η ιστορία μέσα στα φυλλοκάρδια του ανασχηματίζεται σε προσωπικό μυθιστόρημα• σχεδόν χωρίς να το θέλει, η ανέχειά του μεταποιείται σε πανάκριβο έχειν, ο ίδιος μεταμορφώνεται σε εμβληματική μορφή.
Η στέρηση με άλλα λόγια αποτάσσει τον εαυτό της και από σημειωτόν της απουσίας μεταλλάσσεται σε "έργο". Δεν είναι γραφιάς, μπογιατζής, καλουπατζής ή μουσικός για να εκθέσει τα πονήματά του. Κάθε φιλοδοξία του φαίνεται κολακεία της κοινωνικότητας. Νάτον όμως που, χωρίς να το επιδιώξει, κατάντησε "δημιουργός", από το τίποτα πέρασε ασυναίσθητα στο κάτι• οι τοίχοι, η σκεπή, η ταπεινή κλίνη του, η ίδια του η κούπα και τα χέρια του τον μετατόπισαν από το μυστικό του κέντρο προς κάτι άλλο που δεν διαφέρει και πολύ από τους άλλους.
Η αλήθεια είναι ότι στις απέραντες ώρες του, εν μέση νυκτί συχνά, κάποια παλιά κιτάπια λαθροκοίταζε, κάποιες μουσικές επέτρεψε να τον γοητεύσουν• μπορεί λοιπόν να αναρωτιέται χωρισμένος σε βαθύ και επιφανειακό εγώ: μήπως η ίδια η καρδιά του τον "κατέδωσε" ? Μήπως δεν ήταν ικανός για τόσο μεγάλες αποφάσεις ? Μήπως η πορεία του κόσμου τον προσπέρασε και έμεινε πραγματικά μόνος, τόσο μόνος ώστε η μοναξιά τον κατάπιε και τον εξέμεσε ως άλλον αντί άλλου ?
Εκεί που νόμιζε ότι στέκει κοντά στο μυστικό άξονα του κόσμου, εξαίφνης, με τις αιφνίδιες εκλάμψεις των παιδιών, νιώθει αναγκασμένος να παραδεχθεί ότι μια ζωή δεν φτάνει για παρόμοια τολμήματα. Θα πρέπει λοιπόν να μεταστραφεί, να πάρει βελούδινο διαζύγιο από τον εγκλεισμό του και να εκτεθεί στον κόσμο – όπως κάνουν όλοι ? Οι μεγάλες αποτυχίες κατά κανόνα νοσηλεύονται στην κλινική του χιούμορ..."
[2]


Η δυστυχία του κυρίου Π. δεν έγκειται -μόνο- στη μιζέρια της καθημερινής του ζωής, στη σωματική του ασημαντότητα, στην ανυπαρξία έρωτα... Είναι μια βαθύτερη υπαρξιακή απελπισία, ενός ανθρώπου που δεν τρέφει καμία ψευδαίσθηση, δεν διαθέτει καμία ελπίδα και καμία καταφυγή. Περιορίζεται να ζει παρατηρώντας τον εαυτό του να ζει, αποσπασμένος απ' τον εαυτό του, κατατρωγόμενος εσωτερικά από το βάρος μιας ιδιοφυίας που δεν του προκαλεί παρά σπάνιους σπασμούς έξαρσης.
Κρύβεται και εκτίθεται ταυτόχρονα, ψεύδεται και εξομολογείται :
"Οφείλω στην αποστολή, την οποία νιώθω ότι υπηρετώ, μιαν απόλυτη τελειότητα στην πραγμάτωση, μια ολοκληρωτική σοβαρότητα στο γράψιμο.
Ποιά μεγαλοφυΐα δεν κατατρύχεται από την έμμονη ιδέα μιας αποστολής ?
Ξέρω καλά ότι είμαι φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Σας παρακαλώ, ωστόσο, να μην ξεχνάτε ότι φωνή βοώντος εν τη ερήμω ήταν αυτή που ανήγγειλε τον Σωτήρα.
Η λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή τέχνης, ισοδυναμεί με ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί.
Ποιητής είναι εκείνος που προχωρεί πέρα από αυτό που μπορεί να κάνει. Ενυπάρχει κάποιες φορές μια μεγάλη αισθητική απόλαυση στο να αφήνεις να περνά, χωρίς να την εκφράζεις, μια συγκίνηση που το πέρασμά της απαιτεί λέξεις. Ουδείς ποιητής έχει το δικαίωμα να φτιάχνει στίχους επειδή νιώθει την ανάγκη...
Ο ρωμαλέος καλλιτέχνης καταφέρνει να σκοτώσει μέσα του όχι μόνο την αγάπη και τον οίκτο, αλλά και τους σπόρους της αγάπης και του οίκτου. Γίνεται απάνθρωπος λόγω ακριβώς της απέραντης αγάπης που τρέφει για την ανθρωπότητα - της αγάπης αυτής που τον ωθεί να δημιουργήσει τέχνη για τον άνθρωπο.
Η ιδιοφυία είναι η μεγαλύτερη κατάρα με την οποία ο Θεός μπορεί να ευλογήσει τον άνθρωπο. Κι αυτός οφείλει να την υπομείνει με όσο το δυνατόν λιγότερους κλαυθμούς και οδυρμούς και με μια όσο το δυνατόν οξύτερη συνείδηση της θεϊκής του θλίψης.
Ίσως πάλι, δεν έχω καμία αποστολή επί της Γης.
Ούτε φιλοδοξία τρέφω, ούτε επιθυμία
Η φιλοδοξία μου είναι να είμαι ποιητής.
Είναι ο δικός μου τρόπος να είμαι μόνος.

Καθένας έχει το ποτό της μέθης του. Το να υπάρχω με μεθά αρκετά.
Η φύση του πνεύματός μου είναι τέτοια που μισώ κάθε αρχή και κάθε τέλος, διότι αποτελούν συγκεκριμένα σημεία. Και μόνο η σκέψη πως ό,τι είναι εφήμερο θα μπορούσε να είναι οριστικό, πως οι άνθρωποι θα μπορούσαν μια μέρα να 'ναι όλοι ευτυχισμένοι, πως θα μπορούσε να βρεθεί μια λύση για τις πληγές της κοινωνίας, αρκεί για να με τρελάνει.
Και η αρρώστια είναι μια μορφή υγείας. Ένας τέλειος άνθρωπος, αν υπήρχε, θα ήταν το πιο αφύσικο ον που μπορεί να φανταστεί κανείς.
Αυτό που μου συμβαίνει κατά βάθος, είναι ότι διαπλάθω απ' τους άλλους το δικό μου όνειρο, υποκύπτοντας στις απόψεις τους για να τις οικειοποιηθώ (γιατί όχι τις δικές τους ή οποιεσδήποτε άλλες, αφού δεν έχω ούτε μια δική μου?), για να τις υποτάξω στο γούστο μου και να διαμορφώσω από τις προσωπικότητές τους κάτι που να προσομοιάζει στα όνειρά μου.
Είμαι ντροπαλός και δε μου αρέσει να μιλάω για τις δυστυχίες μου. Ένας στενός φίλος, αυτό είναι το ιδεώδες μου, ένα από τα πράγματα που ονειρεύομαι ξύπνιος, αλλά ουδέποτε θα τον αποκτήσω...
Καθημερινά η Ύλη με κακομεταχειρίζεται. Η ευαισθησία μου είναι μια φλόγα στον άνεμο... Προχωρώ εν μέσω εχθρικών φαντασμάτων που η αρρωστημένη φαντασία μου έπλασε και τα κόλλησε σε πραγματικά πρόσωπα.
Όπως και να 'χει, έτσι είναι, έτσι ας είναι, αφήνω το χέρι αυτού που είμαι, κατά τις επιταγές της μοίρας και τα καπρίτσια της τύχης, πιστός σ' έναν λησμονημένο όρκο.
Τρελός, ναι, τρελός γιατί θέλησα το μεγαλείο
Που η μοίρα δεν παραχωρεί.
Αν ένας άνθρωπος είναι πραγματικά σοφός, μπορεί να απολαύσει από την καρέκλα του το θέαμα του κόσμου, χωρίς να ξέρει να διαβάζει, χωρίς να μιλά σε κανέναν, χρησιμοποιώντας μόνο τις αισθήσεις του, υπό την προϋπόθεση ότι η ψυχή του δεν είναι ποτέ θλιμμένη.
Εμένα μ' έκανε η φαντασία.
Μ' έπαιρνε πάντοτε απ' το χέρι και με ταξίδευε.
Πάντοτε αγάπησα, μίσησα, μίλησα, στοχάστηκα, χάρη σ' αυτήν.
Καθημερινά αγναντεύω απ' το παράθυρό της
Και κάθε ώρα, έτσι, μοιάζει να 'ναι ολόδική μου.

Θα πεθάνω όπως έζησα, καταμεσής στο συνονθύλευμα της ευτέλειας που μας περιστοιχίζει, ζυγισμένος ανάμεσα στα υστερόγραφα της απώλειας.

Είμαι κουρασμένος, είναι φανερό
Έρχεται μια στιγμή όπου πρέπει να είμαστε κουρασμένοι.
Κουρασμένοι από τι, δεν ξέρω
Κι αν ήξερα δεν θα μ' ωφελούσε σε τίποτα
Αφού η κούραση θα παρέμενε η ίδια.
Κυρίως πρέπει να είμαι φυσικός και ήρεμος
Στην ευτυχία ή στη δυστυχία
Να αισθάνομαι καταπώς κοιτάμε γύρω μας
Να σκέπτομαι καταπώς περπατάμε
Και στο χείλος του τάφου, να θυμηθώ ότι και η μέρα πεθαίνει...

Η αγάπη είναι ένα θνητό δείγμα αθανασίας.

Καρδιά μου
Πολύ περήφανη για ν' αναρωτηθείς : είναι δυνατόν
Να σ' αγαπήσουν ?"
[3]



Κι όμως, δεν είναι καθόλου δύσκολο ν' αγαπήσει κανείς τον κύριο Π. θα έλεγα μάλιστα, πως είναι κάτι αναπόφευκτο. Το δύσκολο ίσως είναι ν' αγαπηθεί με τον τρόπο που μόνο σ' εκείνον θα ταίριαζε... με την αγάπη που αντέχουν οι άγγελοι.
Ο κύριος Π. έχει γεννηθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Η τελευταία που γνωρίζω - αν μπορεί να ισχυριστεί κανείς με βεβαιότητα ότι "γνωρίζει" έναν κύριο Π.- ήταν πριν είκοσι επτά χρόνια, ακριβώς σαν σήμερα. Κι η σχέση που έχω μαζί του είναι "δεκαδική", κατακερματισμένη σε αμέτρητες ψηφίδες ανάγκης. Μια σχέση ατελής και πάντα στην αρχή... σαν να 'ναι μπορετό να ξαναγίνουμε αγέννητοι.

[1]Μάνος Χατζιδάκις : "Σπουδαστής φιλοσοφίας" από τον κύκλο MONOPRIX
[2]Κωστής Παπαγιώργης : "Ήταν ένας μόνος του..."
[3]Φερνάντο Πεσσόα : "Πίσω από τις μάσκες", υπότιτλος : "Σημειώσεις ενός λαθρεπιβάτη της ζωής"
Τα σχέδια που πλαισιώνουν την ανάρτηση είναι του Maurits Cornelis Escher, που γεννήθηκε σαν σήμερα, 17 Ιουνίου του 1898

2 σχόλια:

  1. Έχω γνωρίσει ανθρώπους σαν κι αυτούς που περιγράφονται στα κείμενα αυτά.
    Συνήθως, δεν είναι "καλή παρέα", ωστόσο, με κάποιον παράξενο τρόπο, μπορούν να σε κάνουν να νιώθεις πραγματικά τυχερός που βρίσκεσαι κοντά τους.

    Πολύ πετυχημένη επιλογή ο Escher, για να συνοδεύσει ένα τέτοιο post.

    Φιλικά,
    Ιρλανδός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα (... ή μάλλον καλημέρα) Ιρλανδέ μου... μ' αρέσει που το "καλή παρέα" το έβαλες σε εισαγωγικά... κι εγώ το ίδιο θα έκανα. Τι πάει να πει "καλή παρέα", άλλωστε ? Μπορεί να είσαι μ' έναν άνθρωπο εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και να μη σου μένει τίποτα απ' τη συντροφιά του... κι άλλες φορές, μπορεί να βρεθείς με κάποιον πέντε λεπτά και να νιώθεις γεμάτος, ακόμα και με τη σιωπή του.
    Γενικώς, δεν πιστεύω ούτε στην απόλυτη μοναχικότητα ούτε στην υπερβολική "κοινωνικότητα"... κάπου ενδιάμεσα κινούμαστε, είτε εξ ανάγκης είτε εξ επιλογής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή